Οι αγρότες της Κρήτης, εκτός από τις δυσκολίες που έχουν έως σήμερα να διαχειριστούν, άλλες σταθερές (π.χ. μεγάλη απόσταση από το κεντροβαρικό σημείο διάθεσης των εξαγώγιμων προϊόντων τους) κι άλλες μεταβλητές (π.χ. κλιματική αλλαγή ) έχουν πλέον να αντιμετωπίσουν και την αντιαναπτυξιακή αγροτική πολιτική της Νέας Δημοκρατίας και του υπουργού της «αγροτικής» περιφέρειας Αττικής κ. Μάκη Βορίδη.
Η απόφαση της κυβέρνησης, να αυξήσει την τιμή του αγροτικού ρεύματος κατά περίπου 10 % (8,2% στην τιμή της KWh και 13% στο πάγιο) έρχεται να εκτινάξει ξανά το κόστος παραγωγής των αγροτικών προϊόντων των κρητικών στα ύψη.
Στην ουσία η κυβέρνηση ακυρώνει την ελάφρυνση από τη μείωση του ΦΠΑ στην ενέργεια για τους αγρότες από 13% σε 6%, της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και αναστρέφει την αναπτυξιακή αγροτική πολιτική.
Το αντιπαραγωγικό αυτό μέτρο έρχεται μάλιστα λίγες μέρες μετά τις διαβεβαιώσεις του πρωθυπουργού για την πρόθεση της κυβέρνησης να συμβάλει στην ανταγωνιστικότητα του πρωτογενή τομέα.
Οι κρητικοί αγρότες πληρώνουν ήδη πολύ ακριβά για την ενέργεια τους και δυστυχώς πλέον πολύ ακριβότερα από τους ανταγωνιστές τους ευρωπαίους. Η δαπάνη ενέργειας για τον αγρότη του νησιού ανέρχεται στα 11,2 € ανά 100 € παραγόμενου προϊόντος την ίδια ώρα που για τον Ισπανό αγρότη είναι μόλις 4 ευρώ, για το γείτονα Κροάτη 5 ευρώ και για το μέσο Ευρωπαίο 7 ευρώ (σύμφωνα με τη EuroStat).
Δυστυχώς, μετά την επιλογή του κ. Μητσοτάκη να μην υπουργοποιήσει στα αγροτικά θέματα κανέναν από τους 5 υπουργούς της Κρήτης, μετά την επιλογή των κρητικών ευρωβουλευτών ΚινΑλ και ΝΔ να μην εμπλακούν ως μόνιμα μέλη στις επιτροπές αγροτικής πολιτικής της ΕΕ που θα καθορίσουν την πολύ σημαντική για τους κρητικούς αγρότες νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δείχνει ξανά και με τον πιο έμπρακτο τρόπο τις διαθέσεις της απέναντι στους αγρότες του Νησιού.
Η αύξηση της δαπάνης για την ενέργεια στην οποία εξαναγκάζονται από την επιλογή της Νέας Δημοκρατίας οι αγρότες του Ρεθύμνου και της Κρήτης, αφενός παγώνει τη μεγέθυνση της αγροτικής οικονομίας αφετέρου είτε θα μετατρέψει τα ποιοτικά προϊόντα του νησιού μας σε μη ανταγωνιστικά είτε θα αναγκάσει τους αγρότες να δουλεύουν χωρίς να πληρώνονται το μόχθο τους προκειμένου να διατηρήσουν την ανταγωνιστικότητά τους.