«Πρόκειται για μια από τις πιο ακραίες οπισθοδρομήσεις στην Ευρώπη σε καιρό ειρήνης». Με αυτόν τον τρόπο είχε περιγράψει το Reuters τον Φεβρουάριο του 2012 την απόφαση του εξωκοινοβουλευτικού τραπεζίτη πρωθυπουργού Λουκά Παπαδήμου για περικοπή του κατώτερου μισθού κατά 22% και κατά 32% για νέους εργαζόμενους κάτω των 25 ετών. Το τελευταίο εξάλλου ακόμη και σήμερα θεωρείται μια από τις ακραίες διακρίσεις που έχει γίνει εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης εις βάρος μιας πληθυσμιακής ομάδας.
Η απόφαση αυτή δεν ήταν συνέπεια της κρίσης. Ήταν μια ξεκάθαρη πολιτική επιλογή της τότε νεοσυντηρητικής Ευρώπης και της τρόικας του Τόμσεν του ΔΝΤ, του μετέπειτα συνεργάτη της Goldman Sachs και συντηρητικού Πορτογάλου προέδρου της Ευρωπαϊκής επιτροπής Μάνουελ Μπαρόζο και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Στόχευαν στην ανάκαμψη της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας μέσω της απορρύθμισης της αγοράς εργασίας, πιστοί περισσότερο στη θεωρία του Say παρά, προφανώς, στη θεωρία του Keyns για τη σχέση ζήτησης και προσφοράς.
Ήταν η πρώτη φορά που αμυδρά άρχισε να σχηματίζεται ένα προοδευτικό μέτωπο απέναντι στην προσέγγιση αυτή. Ευρωπαίοι σοσιαλιστές και ευρωπαϊκή αριστερά εξέφρασαν την έντονη αντίθεση τους στην πολιτική αυτή επιλογή.
Και όπως αποδείχτηκε είχαν δίκιο. Η απορύθμιση της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα, αλλά και η γενικότερη στρατηγική των τελευταίων δεκαετιών στην Ευρώπη -στρατηγική Europe2020 της Ε.Ε.- που συνιστά ρητά την αύξηση των πραγματικών μισθών κάτω από την αύξηση της παραγωγικότητας, προκειμένου να αυξηθεί η διεθνής ανταγωνιστικότητα της Ε.Ε. δεν έφερε τα αναμενόμενα για τους νεοσυντηρητικούς αποτελέσματα.
Το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα μέσω της δεξαμενής σκέψης του το FEPS από το 2015 βασιζόμενο σε έρευνες των Onaran και Obst υποστήριξε ότι η μείωση του μεριδίου του μισθών στο εθνικό εισόδημα είχε τέσσερεις βασικές συνέπειες. Τη μείωση της εσωτερικής κατανάλωσης, την ανεπαρκή αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων που έρχονται λόγω μεγαλύτερου κέρδους για τους ιδιώτες, την ανικανότητα της αύξησης των καθαρών εξαγωγών, κυρίως στις κλειστές οικονομίες όπως η ελληνική, να καλύψουν το χαμένο έδαφος από τη μείωση της εσωτερικής κατανάλωσης και φυσικά ότι όταν γίνεται ένας αγώνας μείωσης του εργατικού κόστους ταυτόχρονα σε όλο τον κόσμο προφανώς η σχετική ανταγωνιστικότητα των χωρών δεν αυξάνεται.
Σε παρόμοια συμπεράσματα κατέληγαν και έρευνες τόσο από την ευρωπαϊκή αριστερά όσο όμως και από τον διεθνή οργανισμό εργασίας (ILO) συνδικάτα (π.χ. ETUC) αλλά και άλλους διακεκριμένους οικονομολόγους.
Υπήρχε όμως και η διεθνής εμπειρία που ήταν σύμμαχος των δυνάμεων αυτών της «εναλλακτικής λύσης». Δεν ήταν μόνο το πρόσφατο παράδειγμα της Λετονίας αλλά και η εμπειρία για παράδειγμα από την Αμερική που όπως διαπίστωνε έρευνα των Card και Crueger (1994) η μείωση των μισθών στον τομέα της ταχυφαγίας που απασχολούσε πολλούς νέους όχι μόνο δε μείωσε την ανεργία αλλά την αύξησε.
Ακόμη και το ίδιο το ΔΝΤ δεν μπόρεσε να μην παραδεχτεί τη λάθος συνταγή του όπως δείχνει η μελέτη των Tressel, Wang, Shik Kang και Shambaugh που αποτυπώνει την κατάρρευση της εσωτερικής ζήτησης, τη μείωση της παραγωγικότητας και την αύξηση της ανεργίας ως συνέπεια της μείωσης των κατώτατων μισθών.